εγκλιμάτιση

εγκλιμάτιση
[-ις (-εως)] η , εγκλιμάτισμός ο акклиматизация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγκλιμάτιση" в других словарях:

  • εγκλιμάτιση — η ο εγκλιματισμός …   Dictionary of Greek

  • εγκλιμάτιση — η βλ. εγκλιματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκλιματισμός — εγκλιματισμός, ο και εγκλιμάτιση, η η προσαρμογή ζωντανών οργανισμών σε νέο φυσικό περιβάλλον, διαφορετικό από της πατρίδας τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»